Φιλαναγνωσία




Άλλο ένα όμορφο πρωινό ξημέρωσε στο βυθό.
     Ο Ποσειδώνας αγουροξυπνημένος κοίταξε ολόγυρα και έλεγξε με το θεϊκό του βλέμμα όλο το βασίλειο.  Όλα ήταν ήρεμα, εκτός από τις γοργόνες που ήταν ανήσυχες. Παρακολουθούσαν όσα τους έλεγε η μικρότερη απ’ αυτές η Ηλιαχτίδα. Στο άκουσμά του σκορπίστηκαν και χάθηκαν μέσα στους ατέλειωτους διαδρόμους.
-Αργά ή γρήγορα θα μάθω τι συμβαίνει, σκέφτηκε ο παντοδύναμος θεός.
    Ο Ποσειδώνας, αφού έφαγε και ήπιε το πρωινό του, αμβροσία και νέκταρ – βλέπετε οι ολύμπιες συνήθειες, εύκολα δεν ξεχνιούνται – πήγε στην αίθουσα του θρόνου, για το καθημερινό συμβούλιο με τους αξιωματικούς. Ο αγαπημένος του στρατηγός Αρχιροφός και ο υπασπιστής κος Τσιπούρας, τού παρουσίασαν τα ημερήσια θέματα.
                Ανάμεσα στα ζητήματα εντόπισε ένα που τον προβλημάτισε.   Έξω από τα τείχη του παλατιού, στα περίχωρα, βρέθηκαν άγνωστης προέλευσης μεταλλικά και πλαστικά αντικείμενα. Παράλληλα κάτοικοι του βασιλείου διαμαρτύρονται για έντονες οσμές και λιπαρές ουσίες που αλλοιώνουν την εξωτερική τους εμφάνιση και μειώνουν τη ψυχολογική τους διάθεση.
Αποφάσισε να ερευνήσει ο ίδιος το θέμα. Διέταξε να του φέρουν το άρμα του. Τον συνόδευε το ιππικό του – χίλιοι ιππόκαμποι – ενώ δώδεκα δελφίνια παραταγμένα περίμεναν το σύνθημά του για να ξεκινήσουν. Όλοι οι υπήκοοι έσκυψαν το κεφάλι μπροστά στο μεγαλείο του. Με το ένα χέρι οδηγούσε το άρμα, ενώ με το άλλο κρατούσε την χρυσή τρίαινα, σύμβολο εξουσίας και δύναμης.
Όταν έφτασε στο σημείο που του είχαν υποδείξει έμεινε άφωνος. Εκεί που κάποτε ήταν τα υπέροχα θαλάσσια λιβάδια, όπου οι Νηρηίδες - οι κόρες του - έπαιζαν και όλοι οι υπήκοοί του καβουράκια, αχινοί, όστρακα και κοράλλια διασκέδαζαν, σωροί από τενεκεδάκια, πλαστικά αντικείμενα, πλαστικές σακούλες, παλιές συσκευές κ.α. αλλοίωναν το τοπίο.
               

Συνοφρυωμένος αισθάνθηκε μια περίεργη γεύση στο στόμα. Όχι την οικεία την αλμυρή, αλλά μια άλλη με έντονη μυρωδιά που άφηνε πίκρα στα χείλη. Παράλληλα θολές κηλίδες επέπλεαν.
                Ανέβηκε προς την επιφάνεια. Είχε πολύ καιρό να το κάνει, μπορεί και χρόνια. Βλέπεις προτιμούσε να ταξιδεύει στην ανοιχτή θάλασσα και μερικές φορές τού άρεσε να «παίζει» τρομάζοντας τους ψαράδες και τους ναυτικούς, όταν με την τρίαινά του σήκωνε πελώρια κύματα.
                Βγαίνοντας από το νερό ξαφνιάστηκε. Η όμορφη παραλία με τα ψαροκάικα, τις βαρκούλες, τα ταβερνάκια, τις οικογένειες που μαζεύονταν και χαίρονταν τη θάλασσα και τον ήλιο, χάθηκε και στη θέση της υπήρχε ένα τεράστιο φουγάρο που έβγαζε καπνό.     Αργά και προσεχτικά, για να μην τον αντιληφθούν πλησίασε. Είδε ανθρώπους να δουλεύουν σκυθρωποί και τεράστιους σωλήνες που κατέληγαν μέσα στο νερό.
«Μυστήρια πράγματα» σκέφτηκε.
Παρακολούθησε πολλή ώρα και αργά το βράδυ επέστρεψε.
                Ανήσυχη η Αμφιτρίτη τον υποδέχτηκε. Ο Ποσειδώνας της διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί. Συζητούσαν ώρες και μοιράστηκαν τις ανησυχίες τους.
                Από στόμα σε στόμα έγινε γνωστό το νέο σ’ όλα τα πλάσματα της θάλασσας. Τα πιο περίεργα μάλιστα ανέβηκαν πάνω για να δουν τι είχε συμβεί. Στα σπίτια όμως που ζούσαν οι γοργόνες τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Αυτές ήξεραν ποιοί έφταιγαν για την καταστροφή, ποιοί γέμισαν τα θαλασσολιβάδια με σκουπίδια και μόλυναν τη θάλασσα με απόβλητα. Η γοργονίτσα, η Ηλιαχτίδα, είχε μάθει πολλά το προηγούμενο βράδυ και αυτά διηγιόταν το πρωί στις αδελφούλες της, όταν τις διέκοψε η παρουσία του Ποσειδώνα.
        
        Όταν έδυε ο ήλιος και όλα ηρεμούσαν η Ηλιαχτίδα ανέβαινε στην επιφάνεια. Καθόταν στη άκρη ενός βράχου και αφουγκραζόταν τους ήχους της πόλης. Κοίταζε τ’ αστέρια, το φεγγάρι, τα φώτα που αναβόσβηναν.
                Σε μια απ’ αυτές τις μοναχικές της εξορμήσεις φοβήθηκε πολύ. Διέκρινε μια σκιά. Κρύφτηκε. Είδε ένα κοριτσάκι στην ακρογιαλιά που προχωρούσε σιγοψιθυρίζοντας. Λυπημένο με βουρκωμένα μάτια, το άκουσε να λέει με παράπονο: «Πού πήγε ο όμορφος τόπος μου; Πώς καταστράφηκε έτσι; Ούτε μπάνιο ούτε ανέμελα παιχνίδια στην ακρογιαλιά. Πού πήγες καθαρέ μου αέρα, πού χάθηκες θαλασσινή αύρα; Γιατί έγιναν όλα αυτά;».
                Η Ηλιαχτίδα άκουγε παραξενεμένη. «Τι να συμβαίνει άραγε στη μικρούλα»;
                Προβληματισμένη η Ηλιαχτίδα διηγήθηκε την ιστορία στις αδερφές της. Αποφάσισαν να πάνε στον Ποσειδώνα και να του τα πουν όλα. Έτσι έγινε κι εκείνος, ζήτησε από τη γοργονίτσα να πάει να βρει τη μικρή, να συζητήσει μαζί της και να οργανώσουν σχέδιο κοινό, προκειμένου να σώσουν τη θάλασσα και την πόλη απ’ το «θεριό».
                Η Ηλιαχτίδα πήγε το βράδυ στο βράχο και περίμενε. Ύστερα από λίγο φάνηκε η μικρή.
                -Κοριτσάκι έλα να σου πω, της φώναξε.
                -Ποιος είναι;  απάντησε  τρομαγμένη η μικρούλα.
                -Μη φοβάσαι. Είμαι η Ηλιαχτίδα, η γοργόνα.
                -Γοργόνα; Μα αυτές υπάρχουν μόνο στα παραμύθια.
                -Όχι, υπάρχουν και στην πραγματικότητα. Πλησίασε να δεις την ουρά μου.
                Δισταχτικά πλησίασε.
                -Αχ! είσαι αληθινή! Τι θέλεις από μένα. Μη μου κάνεις κακό.
                -Όχι! Στο ορκίζομαι. Πώς σε λένε;
                -Ελπίδα.
                -Άκου Ελπίδα, σε άκουσα χθες και νομίζω πως αντιμετωπίζουμε κοινό πρόβλημα.
Συζητώντας, η Ηλιαχτίδα έμαθε πως οι άνθρωποι της Ονειροχώρας είχαν αντιδράσει όταν χτιζόταν το εργοστάσιο, αλλά οι ιδιοκτήτες του ήταν άνθρωποι που αγαπούσαν μόνο τα χρήματα και δεν έδωσαν καμία σημασία. Έκαναν ό,τι ήθελαν δίνοντας ψεύτικες υποσχέσεις για τη ζωή, την υγεία των κατοίκων και την προστασία του περιβάλλοντος. Από τότε όλα άλλαξαν.
                Η γοργόνα και το κοριτσάκι συμφώνησαν και αποφάσισαν να δράσουν ζητώντας τη βοήθεια όλων των στεριανών και θαλασσινών πλασμάτων.
                Ξημέρωμα επέστρεψαν στα σπίτια τους. Η Ελπίδα είχε ικανότητες ξεχωριστές –είχε τόσο αγνή ψυχή, που μιλούσε με τα πουλιά – ψιθύρισε το μυστικό σχέδιο στο σπουργίτι και αυτό πετώντας δεξιά και αριστερά το είπε σ’ όλα τ’ άλλα. Στα σχολεία, στα πάρκα, στους δρόμους, τις αυλές και τα μπαλκόνια, τα πουλάκια τιτιβίζοντας έσκυβαν στ’ αυτιά των παιδιών,  τα ενημέρωναν και εκείνα το έλεγαν στους μεγάλους. Οι γλάροι και τα θαλασσοπούλια πλησίαζαν τους ψαράδες, τους ναυτικούς και εκείνοι έκπληκτοι απορούσαν: «Πώς γίνεται αυτό;»
 Το νέο διαδόθηκε παντού.  Οι εργάτες του εργοστασίου αναρωτήθηκαν: «Υπάρχει λύση;»
            
    Στο θαλάσσιο βασίλειο οι ετοιμασίες είναι πυρετώδεις. Όλα τα πλάσματα ετοιμάζονταν για τη μεγάλη μάχη.
                Η Ελπίδα και η Ηλιαχτίδα συναντιόντουσαν, αντάλλαζαν απόψεις και ιδέες. Η φιλία τους δυνάμωνε. Παραμονή της μεγάλης μέρας αγκαλιάστηκαν, ευχήθηκαν καλή επιτυχία και τράβηξαν η καθεμία το δρόμο της.
                Εκείνο το πρωινό έμοιαζε σαν όλα τ’ άλλα. Το εργοστάσιο έβγαζε καπνό και έριχνε βρόμικα νερά. Οι εργάτες δούλευαν λυπημένοι, ενώ οι ιδιοκτήτες μετρούσαν τα κέρδη τους.
                Ξαφνικά πολλές φωνές ακούστηκαν. Έξω από την σιδερένια πόρτα μαζεύτηκαν χιλιάδες άνθρωποι,. Όλοι οι κάτοικοι της Ονειροχώρας ήταν εκεί. Με σημαίες και πλακάτ διεκδικούσαν την πόλη τους, τη ζωή τους, την υγεία τους. Διεκδικούσαν το καθαρό περιβάλλον, τη θάλασσα, μια καλύτερη ζωή για όλους.
Απορημένοι κοίταξαν μέσα από τα παράθυρά τους οι υπεύθυνοι, όταν είδαν τον ουρανό να σκοτεινιάζει. Σμήνη πουλιών πετούσαν πάνω από τις καμινάδες, τις λιθοβολούσαν, τούς έριχναν κλαδιά, ξερά χόρτα και χώμα, για να τις σταματήσουν. Η θάλασσα αγρίεψε. Τεράστια κύματα σηκώθηκαν. Ο Ποσειδώνας έδωσε το σύνθημα με την τρίαινά του και ο Αίολος άνοιξε τον ασκό του και ελευθέρωσε όλους τους άγριους ανέμους.
Και τότε έγινε κάτι μοναδικό!
Οι αγωγοί που έριχναν τα απόβλητα έφραξαν και όλα γύρισαν πίσω στην αυλή του εργοστασίου. Πώς έγινε αυτό;
Όση ώρα συνέβαιναν αυτά στη στεριά, μέσα στη θάλασσα στρατιές από μαρίδες, γόπες, καβούρια, ξιφίες, όλα τα όστρακα και τα θαλασσινά μετέφεραν όλα τα σκουπίδια από τη θάλασσολιβάδια στις εξόδους των αγωγών και τις έφραξαν σχηματίζοντας τείχος.
Οι εργαζόμενοι εγκατέλειψαν  το εργοστάσιο και ενώθηκαν με το πλήθος. Οι ιδιοκτήτες φοβισμένοι, τράπηκαν σε φυγή. Ύστερα από λίγο οι μηχανές  έσβησαν, το φουγάρο δεν έβγαζε καπνό και οι άνθρωποι ζητωκραύγασαν.
Η θάλασσα ημέρεψε και τα δελφίνια άρχισαν να κάνουν βόλτες και ακροβατικά στα ήσυχα νερά. Τα καβουράκια δειλά πλησίασαν και άρχισαν να περπατούν στα βράχια. Τα πουλιά πέταξαν να πουν τα νέα σ’ όλο τον κόσμο.
Οι κάτοικοι της Ονειροχώρας αγκαλιάζονταν ευτυχισμένοι. Τώρα πια είχαν καταλάβει πολύ καλά πώς όταν ενωθούν όλοι μαζί μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν τα πάντα. Έμαθαν πώς με τη δύναμη της αγάπης όλα είναι δυνατά.
Αγαπούσαν την πόλη τους και υποσχέθηκαν πως θα είναι όλοι πιο προσεχτικοί. Θα τη σέβονται, θα την προστατεύουν και δε θα αφήσουν ποτέ κανένα να την καταστρέψει.
Οι ήρωες της θάλασσας πανηγύριζαν και στρώθηκαν στη δουλειά.
Καθάρισαν τα θαλασσολιβάδια, και έφτιαξαν με βοτσαλάκια και σπασμένα όστρακα μνημεία που τα έστησαν μπροστά από τις τρύπες των αγωγών.
Στην Ονειροχώρα όλοι ανέλαβαν δουλειά. Γκρέμισαν το εργοστάσιο, και κράτησαν το φουγάρο, σαν ανάμνηση του αγώνα τους.
Στη θέση του «θεριού» έφτιαξαν ένα πάρκο, με χώρους παιχνιδιού και γήπεδα. Καθάρισαν τις παραλίες, έβαλαν παντού καλαθάκια για να μην υπάρχουν σκουπίδια και έφτιαξαν ποδηλατοδρόμους για λιγότερο καυσαέριο.
Η παραλία γέμισε πάλι με κόσμο. Όλοι χαίρονταν τη φύση.
Ήξεραν πως η θάλασσα και τα πλάσματά της ήταν φίλοι και σύμμαχοί τους και έπρεπε να τα φροντίζουν και να τα προσέχουν.
Ο Ποσειδώνας καμάρωνε την ομορφιά και τη γαλήνη του τόπου του. Οι γοργόνες ήταν περήφανες για την Ηλιαχτίδα και εκείνη ανυπομονούσε να φτάσει η στιγμή που θα συναντιόταν με τη μικρή Ελπίδα.
Την τελευταία φορά που βρέθηκαν η μια κοντά στην άλλη, ήταν ένα αυγουστιάτικο βράδυ. Το ολόγιομο φεγγάρι έλαμπε στον ουρανό.
Ορκίστηκαν αιώνια φιλία και έδωσαν υπόσχεση να μην ξεχάσουν πότε όσα έζησαν.
Επέστρεψαν στον κόσμο τους και στη ζωή τους.
Τα χρόνια πέρασαν. Μεγάλωσαν και οι δυο. Όμως δεν ξεχνούσαν να διηγούνται την ιστορία στα παιδιά και αργότερα στα εγγόνια τους.
Έτσι απλά σαν παραμύθι. Και αν κάποιος από εσάς δεν πιστεύει πως γίνονται τέτοια θαύματα, ας το ξανασκεφτεί.
Πού ξέρετε; Ίσως με την αγάπη, το σεβασμό, τη φροντίδα και την αλληλεγγύη,  μπορούμε να αλλάξουμε και τη δική μας ζωή και να την κάνουμε όμορφη και γλυκιά σαν ένα παραμύθι.

..................................................................


Οκτώ συγγραφείς απευθύνουν μια σύντομη επιστολή
στο παιδί που έχουν στην καρδιά τους
για να του εμπνεύσουν την αγάπη
για την ανάγνωση και τα βιβλία.

Κάντε κλικ στην εικόνα για άνοιγμα.


ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΒΙΒΛΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΝΕΟΤΗΤΑ (ΙΒΒΥ)
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΑΙΔΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ 2.4.2012
Francisco Hinojosa
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια ιστορία που την ήξερε όλος ο κόσμος

Francisco Hinojosa (Μεξικό)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια ιστορία που την ήξερε όλος ο κόσμος. Στην πραγματικότητα δεν ήταν μία μόνο ιστορία αλλά πολλές, που άρχισαν να γεμίζουν τον κόσμο με παραμύθια για ανυπάκουα
κορίτσια και πονηρούς λύκους, κρυστάλλινα γοβάκια κι ερωτοχτυπημένους πρίγκιπες, έξυπνους γάτους και μολυβένια στρατιωτάκια, φιλικούς γίγαντες και εργοστάσια σοκολάτας. Γέμιζαν τον κόσμο με λέξεις, με ευστροφία, με εικόνες και παράξενους χαρακτήρες. Καλούσαν τον κόσμο να γελάσει, να θαυμάσει, να τις ζήσει. Του έδιναν νόημα. Κι από τότε, οι ιστορίες αυτές συνεχίζουν να πολλαπλασιάζονται και να μας λένε χίλιες και μία φορές «Μια φορά κι έναν
καιρό ήταν μια ιστορία που την ήξερε όλος ο κόσμος…»

Όταν διαβάζουμε, λέμε ή ακούμε ιστορίες, ασκούμε το μυαλό μας όπως περίπου θα κάναμε αν έπρεπε να το γυμνάζουμε για να μείνει καλλίγραμμο. Σίγουρα, κάποια μέρα, χωρίς ούτε καν να το καταλάβουμε, μια από τις ιστορίες αυτές θα ξανάρθει στη ζωή μας, προσφέροντάς
μας δημιουργικές λύσεις σε εμπόδια που θα συναντούμε στο δρόμο μας.

΄Οταν διαβάζουμε, λέμε ή ακούμε ιστορίες, συνεχίζουμε κι ένα πανάρχαιο τυπικό που διαδραμάτισε θεμελιώδη ρόλο στην ιστορία του πολιτισμού: τη δημιουργία κοινότητας. Οι πολιτισμοί, οι περασμένες εποχές και γενιές έρχονται μαζί με τις ιστορίες αυτές να μας πουν πως είμαστε όλοι ένα, οι Ιάπωνες, οι Γερμανοί, οι Μεξικανοί. Εκείνοι που έζησαν τον δέκατο έβδομο αιώνα κι εμείς οι σημερινοί, που διαβάζουμε τις ιστορίες μας στο διαδίκτυο. οι παππούδες, οι γονείς και τα παιδιά. Οι ιστορίες ικανοποιούν όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο τρόπο, επειδή, μολονότι έχουμε τεράστιες διαφορές, βαθιά μέσα μας είμαστε όλοι πρωταγωνιστές των ιστοριών.

Αντίθετα με τους ζωντανούς οργανισμούς που γεννιούνται, αναπαράγονται και πεθαίνουν, οι ιστορίες, ξεχειλίζοντας από γονιμότητα, μπορούν να γίνουν αθάνατες – ιδιαίτερα οι παραδοσιακές που έχουν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν στις συνθήκες και στον περίγυρο όπου λέγονται ή ξαναγράφονται. Είναι ιστορίες που, όταν αναπαράγονται ή ακούγονται, μας κάνουν συν-δημιουργούς.

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν επίσης μια χώρα γεμάτη μύθους, ιστορίες και θρύλους που μεταδίδονταν επί αιώνες από στόμα σε στόμα, φανέρωναν την ιδέα της δημιουργίας τους, αφηγούνταν το ιστορικό τους, μοίραζαν τον πολιτιστικό τους πλούτο, κινούσαν την περιέργεια κι έφερναν χαμόγελα στα πρόσωπα. ΄Ηταν και μια χώρα όπου πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να έχουν βιβλία. Αλλά η ιστορία αυτή έχει αρχίσει ν’ αλλάζει. Σήμερα, οι ιστορίες φτάνουν ακόμα και στις πιο μακρινές γωνιές της πατρίδας μου, του Μεξικού. Και, βρίσκοντας αναγνώστες, οι ιστορίες αυτές εκπληρώνουν το ρόλο τους δημιουργώντας κοινότητες, οικογένειες ή άτομα που έχουν περισσότερες
δυνατότητες να βρουν την ευτυχία.

Francisco Hinojosa

Μετάφραση: Λότη Πέτροβιτς


 "Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου"
Της Άλκης Ζέη
Εκδόσεις: Μεταίχμιο

Διαβάζει ο ηθοποιός Νίκος Κουρής






   ''Τα αδέσποτα''
O Αστέρης Πελτέκης μας πάει μια βόλτα στην πορεία του Πολυτεχνείου, με αφορμή την επέτειο της 17ης Νοεμβρίου που γιορτάζουμε την πτώση της δικτατορίας, μαζί με «Τα αδέσποτα» της Σοφίας Ζαραμπούκα,εκδόσεις Μεταίχμιο.





Ο καλικάντζαρος που έχασε το δρόμο

του Βαγγέλη  Τασιόπουλου, σε εικονογράφηση Χρήστου Δήμου, εκδόσεις Σύγχρονοι Ορίζοντες. Διαβάζει ο ηθοποιός Γιώργος Γλάστρας.







Όλοι γεννιόμαστε ελεύθεροι

Η Μελίνα Αποστολίδου, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Διεθνούς Αμνηστίας (10 Δεκεμβρίου), μας μαθαίνει τα δικαιώματά μας από την έκδοση «Όλοι γεννιόμαστε ελεύθεροι» ,εκδόσεις Παπαδόπουλος..